εκπηγνύω

εκπηγνύω
(AM ἐκπηγνύω, Α και ἐκπήγνυμι)
νεοελλ.
μπήγω, καρφώνω κάτι σε μια επιφάνεια
αρχ.
Ι. 1. καθιστώ κάτι τελείως στερεό
2. αποναρκώνω
II. (-ομαι)
1. πήζω
2. παγώνω, γίνομαι πάγος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”